- αγγειοβρίθεια
- Η ύπαρξη μεγάλης πυκνότητας αγγειακού δικτύου σε ένα όργανο του σώματος ή σε μια περιοχή του σώματος. Τα όργανα αυτά ονομάζονται αγγειοβριθή. Μερικά όργανα, όπως τα νύχια και o φακός του ματιού, δεν έχουν καθόλου αγγεία.
Dictionary of Greek. 2013.